- προσηλύτους
- προσήλυτοςone that has arrived atmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσήλυτος — η, ο / προσήλυτος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ) νεοελλ. ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά… … Dictionary of Greek